Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Μια ιστορία απίστευτη

Ένας φίλος μου χειρουργός, μου είπε μια ιστορία που είχε ζήσει και που πραγματικά σημάδεψε την καριέρα του και την ιατρική του πρακτική. 

Μια φορά, αναγκάστηκε να χειρουργήσει ένα κοριτσάκι μιας εβδομάδας που είχε γεννηθεί πρόωρα, για να αποκαταστήσει ένα γενετικό πρόβλημα που είχε. Η εγχείρηση πήγε καλά, αλλά στο παιδί έπρεπε να γίνονται καθημερινές αλλαγές και φροντίδα του τραύματος, που όμως είχε μια πολύ μεγάλη ιδιαιτερότητα. Λόγω του τρυφερού δέρματος του παιδιού, τα επικαλύμματα που έπρεπε να τοποθετούνται είχαν δημιουργήσει δερματίτιδα στο τρυφερό δέρμα του, με αποτέλεσμα σε κάθε αλλαγή το παιδάκι να κραυγάζει από τον φρικτό πόνο που ένοιωθε, σε σημείο που ράγιζε την καρδιά ακόμη και των πιο έμπειρων γιατρών και νοσηλευτριών.

 Τις πρώτες ημέρες, η αλλαγή γινόταν στο χειρουργείο, έτσι ώστε οι γονείς του παιδιού να μην ακούνε τις κραυγές του παιδιού τους  που πραγματικά δεν θα μπορούσε να τις αντέξει κανείς και να πονάνε και εκείνοι. Κάποια μέρα όμως άκουσαν τις κραυγές και θορυβήθηκαν πάρα πολύ.  Ρώτησαν τον γιατρό και τις νοσοκόμες και τότε έμαθαν την δυσάρεστη αλήθεια. Αμέσως, ζήτησαν να εκπαιδευτούν ώστε να κάνουν εκείνοι τις αλλαγές, αισθανόμενοι πως θα τις έκαναν καλύτερα και έτσι το παιδί τους θα πόναγε λιγότερο. Αφού το προσωπικό του νοσοκομείου προσπάθησε να τους μεταπείσει, τους τόνισε πως το παιδάκι πονάει πολύ και πως οι κραυγές του μπορεί να τους δημιουργήσει ψυχολογικό πρόβλημα. Εκείνοι όμως επέμεναν και τελικά πήραν το παιδί να το περιποιηθούν στο σπίτι.

Τις πρώτες φορές, η κατάσταση ήταν κάτι περισσότερο από βασανιστική. Η μητέρα και ο πατέρας του παιδιού υπέφεραν πραγματικά με την όλη διαδικασία, πολλές φορές άφηναν στην μέση γιατί ακριβώς δεν άντεχαν, αυτοί οι ίδιοι να προκαλούν τόσο πόνο στο παιδί τους, παρ'όλο που γνώριζαν πως ουσιαστικά το έκαναν για το τελικό καλό του παιδιού.

Πέρασαν αρκετές ημέρες έτσι, αλλά σχετικά γρήγορα οι γονείς έχοντας αποκτήσει μια σχετική άνεση με την διαδικασία της αλλαγής, σκέφτηκαν και εφάρμοσαν διάφορες μεθόδους προκειμένου να κάνουν το παιδί τους να πονάει λιγότερο, τραβώντας του το ενδιαφέρον με παιχνίδια και δείχνοντας την αγάπη τους με χάδια, φιλιά, γλυκά λόγια, με το βλέμμα εκείνο που συναντούσε το παραπονεμένο βλέμμα του παιδιού, με το χαμόγελο, τα λόγια αγάπης, με το τραγούδι, με τις αγκαλιές. Με τον τρόπο αυτόν, μείωσαν σημαντικά το πρόβλημα της δερματίτιδας και κατά συνέπεια του πόνου που ένιωθε το παιδί. Καθώς πέρναγε ο καιρός, το παιδί έκλαιγε και φώναζε όλο και λιγότερο, δείχνοντας έτσι πως έχει μπει σε πορεία πλήρους ίασης.

Ένα πρωί, σε μια επίσκεψη ρουτίνας των γονέων στο νοσοκομείο, ο γιατρός από περιέργεια φώναξε τους γονείς και τους ρώτησε, πώς και αποφάσισαν να μπούνε εκείνοι σε αυτή την περιπέτεια, πώς άντεξαν, ενώ θα μπορούσαν να βλέπουν το παιδάκι τους πάντα χαρούμενο και γελαστό, αν το άφηναν στην δική του νοσηλεία και κυρίως, χωρίς να έχουν συμβάλλει στην πρόκληση τόσο μεγάλου πόνου σε αυτό. Οι γονείς χαμογέλασαν γλυκόπικρα και  έδωσαν την ακόλουθη εξήγηση.

"Από νωρίς συνειδητοποιήσαμε πως το παιδί μας θα πέρναγε από αυτή την περιπέτεια, αναγκαστικά προκειμένου να γίνει καλά σε μερικούς μήνες. Καταλάβαμε πως το παιδί θα πόναγε και πως ο πόνος αυτός ήταν κατά κάποιο τρόπο απαραίτητος, προκειμένου να γίνει τελείως καλά. Το δίλημμα για εμάς ήταν : να αναθέσουμε όλη αυτή την περιπέτεια σε εσάς ώστε να μην έχουμε την ευθύνη και ενδεχομένως να σας κάνουμε και παράπονα ή να αναλάβουμε εμείς την διαχείριση της κατάστασης, ακόμη και αν χρειαζόταν να προξενήσουμε πόνο στο ίδιο το παιδί μας. Ξέραμε επίσης, πως αν το αφήναμε σε εσάς, κανείς δεν θα μας κατηγορούσε πως δήθεν εγκαταλείψαμε το παιδί μας, πως δεν το φροντίσαμε ή πως αδιαφορήσαμε για την υγεία του. Μπορεί πολλοί να μας απέδιδαν κάποιας μορφής σκληρότητας και έλλειψης αγάπης, αλλά  σκεφτήκαμε πως  αν το αναλαμβάναμε εμείς, ο πόνος του θα είναι λιγότερος, θα τον συνδυάζαμε με άλλα στοιχεία έκφρασης της αγάπης μας και θα έτσι θα περνούσαμε όλη αυτή την περιπέτεια μαζί μεν, αλλά θα την ελέγχαμε και θα μειώναμε τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις θα είχε αυτή η προσπάθεια. Νιώθαμε πως καλύτερα ήταν να "πονάμε" εμείς βλέποντας να πονάει, παρά να το δώσουμε σε ξένους ανθρώπους, που όσο και να έδειχναν ενδιαφέρον, δεν θα τα κατάφερναν τόσο καλά όσο εμείς. Έτσι, αποφασίσαμε να παραμερίσουμε το προσωπικό  ψυχολογικό μας πρόβλημα, να ξεπεράσουμε τον προσωπικό μας πόνο, να αποφύγουμε την ανάγκη μας να φανούμε "καλοί γονείς" και να κάναμε εκείνο που θα ήταν πιο χρήσιμο για το παιδί μας. Αποφασίσαμε να πονέσουμε όλοι μαζί, αλλά όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, να βιώσουμε τις δυσκολίες και στο τέλος να γιορτάσουμε όλοι μαζί την αποκατάσταση του προβλήματος, ευτυχισμένοι."

Τότε, ο γιατρός σηκώθηκε και τους φίλησε με αγάπη λέγοντας τους πως ευχόταν όλοι οι γονείς να μπορούσαν να κάνουν το ίδιο, γιατί όπως μπορούν οι γονείς να διαχειριστούν μαζί με το παιδί τους, ακόμη και το μεγαλύτερο πρόβλημα, δεν μπορεί να το κάνει κανείς άλλος.


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Tο μυρμήγκι

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας αετός που όταν δεν έψαχνε από ψηλά τροφή, κατέβαινε στο έδαφος και παρατηρούσε τι έκαναν τα άλλα ζώα για να ζήσουν. Έτσι, έβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα για το πώς ο ίδιος θα μπορούσε να βελτιώσει το κυνήγι του και γενικά την ζωή του. Έπαιρνε πολλές και πολύτιμες ιδέες που προσαρμόζοντας τις κατάλληλα,  είχε διευκολύνει πολύ στην δική του αναζήτηση.
Αυτή την φορά αποφάσισε να παρατηρήσει τα μυρμήγκια, για τα οποία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον,  γιατί έβλεπε μεν πως ήταν πολύ εργατικά, αλλά δεν είχε παρατηρήσει καμία βελτίωση στην ζωή τους. Πάντα έκαναν τα ίδια και τα ίδια χωρίς να έχουν καμία εξέλιξη. Ήταν μικρά σε μέγεθος, αλλά πάρα πολλά σε άτομα και αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό που τα διευκόλυνε να κάνουν πολλές και διάφορες δουλειές και το κυριότερο να μαζεύουν τρόφιμα που τα κατανάλωναν όλα μαζί, μέσα στην μυρμηγκοφωλιά που είχαν κατασκευάσει.
Στάθηκε λοιπόν επάνω σε ένα κλαδί, σε μικρό ύψος από το έδαφος πάνω από μια μυρμηγκοφωλιά και άρχισε να τα παρατηρεί. Έβλεπε λοιπόν ένα – ένα να βγαίνουν από την είσοδο της μυρμηγκοφωλιάς, να περπατάνε για κάποια απόσταση, να συλλέγουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους και να το μεταφέρουν στην φωλιά τους. Μετά έβγαιναν ξανά και επαναλάμβαναν την ίδια διαδικασία.  Εκείνο δε που του έκανε τρομερή εντύπωση ήταν πως όλα τα μυρμήγκια πήγαιναν μέχρι μια συγκεκριμένη απόσταση από την μυρμηγκότρυπα και όχι μακρύτερα. Γιαυτό και αποφάσισε να ρωτήσει ένα από αυτά και να μάθει ποιος είναι ο λόγος αυτής της επιλογής τους.
-        Γειά σου μυρμήγκι, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
-        Βεβαίως, απάντησε αυτό, τι θες να μάθεις ;
-        Βλέπω πως δεν απομακρύνεστε πολύ από την φωλιά σας, γιατί το κάνετε αυτό;
-        Δεν καταλαβαίνω, γιατί δηλαδή θα έπρεπε να πάμε μακρύτερα;
-        Για να βρείτε νέους καρπούς να φάτε, για παράδειγμα.
-        Και ποιος το λέει πως υπάρχουν και άλλοι καρποί εκτός από αυτούς που βρίσκουμε γύρω από την φωλιά μας;
-        Εγώ το λέω, δεν με πιστεύεις;
-        Όχι, δεν σε πιστεύω και ποιος είσαι εσύ;
-        Θα σου πω, αλλά για πες μου πρώτα, τον μυρμηγκοφάγο που είναι ο κύριος εχθρός σας, τον βλέπετε τώρα που έρχεται να σας κάνει όλα σας μια χαψιά;
-        Ποιος είναι αυτός, ρώτησε με αφέλεια το μυρμήγκι.
-        Είναι αυτός με την μεγάλη γλώσσα που την βάζει μέσα στην φωλιά σας, κολλάτε επάνω της και ρουφώντας την στο στόμα του, σας καταπίνει!   Απαντά με έμφαση ο αετός.
-        Δεν ξέρω εγώ γιαυτό που λες, δεν έχω δει τίποτα τέτοιο μέχρι τώρα.
-        Και καλά, δεν βλέπεις επίσης πως το νερό της λίμνης που υπάρχει λίγο πιο πέρα, απλώνεται συνέχεια και πως είναι θέμα χρόνου να πλημμυρίσει την φωλιά σας και να σας πνίξει όλα;
-        Ούτε γιαυτό ξέρω τίποτα και δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που κάνω εγώ είναι να δουλεύω και να μεταφέρω καρπούς στην φωλιά μας.
-        Τουλάχιστον, βλέπεις το κοπάδι με τους ελέφαντες που έρχονται προς το μέρος σας και που έτσι και σας πατήσουν, θα σκοτώσουν τα περισσότερα από εσάς και θα καταστρέψουν την φωλιά σας;
-        Μου φαίνεται πως πας να μας τρομάξεις με όλα αυτά που λες, αλλά δεν θα τα καταφέρεις. Μέχρι σήμερα ζούμε καλά με την δουλειά μας και δεν βλέπουμε τίποτα από όλα αυτά που βλέπεις εσύ. Αλλά, δεν μου είπες, ποιος είσαι εσύ και που τα ξέρεις όλα αυτά;
-        Με λένε αετό και μπορώ να πετάξω ψηλά, βλέποντας που υπάρχουν ζώα που μπορώ να φάω, σε όλη την περιοχή και πολύ μακρύτερα ακόμη. Βλέπω ολόκληρη την εικόνα και έτσι μπορώ να αποφασίσω πιο σωστά, ελεύθερος από περιορισμούς της γης και μπορώ να δω αν κάποιος με απειλεί, όπως κάποιος άνθρωπος κυνηγός  για παράδειγμα. Θέλεις να σε πάρω να κάνουμε μια βόλτα να δεις και εσύ;
-        Φοβάμαι να πετάξω πάνω από την επιφάνεια της γης … νιώθω ασφάλεια όταν πατάω κάτω .. απάντησε το μυρμήγκι διστακτικά.
-        Σε καταλαβαίνω, απάντησε με κατανόηση ο αετός, αλλά δεν θα μπορέσεις ποτέ να δεις κάτι περισσότερο αν δεν αποσπαστείς από την γη. Έλα και μην φοβάσαι …
Οπότε πιάνει το μυρμήγκι, το βάζει επάνω του και αρχίζει να πετάει, όχι πολύ ψηλά μήπως φοβηθεί, ζαλιστεί και πέσει. Χωρίς να του μιλάει καθόλου, αφήνει το μυρμήγκι να βλέπει όλα εκείνα που δεν μπορούσε να δει από το έδαφος.  Μετά από λίγο, προσγειώθηκε στο έδαφος, οπότε γυρίζει και ρωτάει το μυρμήγκι, πως του φάνηκε η βόλτα.
-        Είμαι, κατάπληκτο, πραγματικά. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος γύρω από την φωλιά μας, που ούτε καν υποψιαζόμαστε την ύπαρξη του. Δέντρα, φυτά, λίμνες, λιβάδια, βουνά και λόφοι, πραγματικά ένας παράδεισος, ενώ εμείς ζούμε με ότι βλέπουμε γύρω από την φωλιά μας και μόνο. Σε ευχαριστώ πολύ που μου άνοιξες τα μάτια. Θα πάω να μιλήσω και με τα άλλα μυρμήγκια της φωλιάς μου για να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε.
Πραγματικά, πηγαίνει στην φωλιά του, τα συγκεντρώνει και τους περιγράφει με ενθουσιασμό για όσα είδε, καταλήγοντας.
-        Αν θέλουμε λοιπόν να μάθουμε περισσότερα για την ζωή μας και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, τους κινδύνους που διατρέχουμε αλλά και τις ευκαιρίες που έχουμε για να ζήσουμε καλύτερα, δεν έχουμε παρά να πετάξουμε. Να βγάλουμε φτερά και να πετάξουμε πιο πάνω από το έδαφος. Μέχρι τώρα γνωρίζουμε όσα βλέπουμε γύρω από την φωλιά μας. Γιαυτό και δεν έχουμε εξελιχθεί καθόλου, χιλιάδες χρόνια τώρα. Δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο ψηλά όσο με πήγε εμένα ο αετός. Και λίγο πιο ψηλά από το έδαφος να πετάξουμε είναι σίγουρο πως θα βγούμε κερδισμένα.

Από τότε, αυτό το είδος μυρμηγκιών, έβγαλε μικρά φτερά και μπορεί να πετάει για λίγη ώρα και σε μικρές αποστάσεις, ανακαλύπτοντας ένα μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει και να ζήσει καλύτερα. Τα άλλα είδη, ακόμη είναι υποχρεωμένα να περπατάνε στο έδαφος, εδώ και χιλιάδες χρόνια. 

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Το βουβαλάκι (αληθινό γεγονός)

Μια φορά και έναν καιρό, ένα μικρό βουβαλάκι  που μαζί με όλο το κοπάδι σταμάτησε σε μια μικρή λίμνη για να ξεδιψάσει, μετά από μεγάλη πορεία στη σαβάνα για να βρει χορτάρι να τραφεί.
Καθώς ήταν στην όχθη της λίμνης και έσκυψε να πιει νερό, δέχεται την επίθεση από ένα κοπάδι  λιοντάρια, που βρίσκονταν γύρω από την λίμνη και παραφύλαγαν μήπως  κάποιο από τα μεγάλα βουβάλια χαλαρώσει επάνω στην δίψα του και αφεθεί χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα.  Το κοπάδι, βλέποντας την επίθεση των λιονταριών, τρόμαξε και άρχισε να απομακρύνεται για να σωθεί από μια ενδεχόμενη επίθεση, χωρίς να έχει καταλάβει πως το μικρό έχει εγκλωβιστεί και δεν μπορούσε να ακολουθήσει.
Το βουβαλάκι, ένοιωσε τον μεγάλο πόνο επάνω στο κορμί του, από τα μεγάλα και κοφτερά δόντια των λιονταριών, αλλά και μια απόγνωση που έβλεπε το κοπάδι να φεύγει τρομαγμένο, μέσα στο οποίο ένιωθε προστατευμένο και ασφαλές. Επιστρατεύοντας όλη την μικρή δύναμη που είχε, άρχισε να τινάζεται και να βγάζει τρομαγμένες κραυγές  ώστε να το ακούσουν και να γυρίσουν για να το σώσουν οι γονείς του και οι άλλοι μεγάλοι βούβαλοι.  Η μάχη που έδινε ήταν τρομερή. Το κοπάδι βούβαλων φοβισμένο απομακρυνόταν, γιατί δεν ήθελαν να τα βάλουν μαζί τους,   Έβλεπαν το μικρό τους βουβάλι να δίνει αγώνα, αλλά στην ζούγκλα επικρατεί ο νόμος του δυνατού. Όποιος δεν είναι αρκετά δυνατός να ξεπεράσει τις δυσκολίες, αφήνεται από το κοπάδι πίσω, ώστε να μην καθυστερήσει και εκτεθεί σε μεγάλο κίνδυνο.
Τα λιοντάρια προσπαθούσαν να δαγκώσουν τον λαιμό του μικρού βούβαλου, γιατί έτσι ήξεραν πως θα το σκότωναν ακαριαία.  Ο αγώνας που έδινε το μικρό βουβάλι για την ζωή του, δεν έμεινε απαρατήρητος. Κάποιοι μεγάλοι βούβαλοι, αρσενικοί και θηλυκοί, κοντοστάθηκαν, στράφηκαν προς τα πίσω να δουν τι γίνεται και πραγματικά θαύμασαν το θάρρος του μικρού βούβαλου, εντυπωσιάστηκαν από τον αγώνα που έδινε και σκέφτηκαν πως θα ήταν άδικο να χαθεί, γιατί με τέτοιο χαρακτήρα, θα μπορούσε να γίνει μελλοντικός αρχηγός της αγέλης τους.
Κάτι μέσα τους λοιπόν, τους έκανε να γυρίσουν πίσω και να κάνουν μια προσπάθεια να αποσπάσουν το μικρό τους, από τα άγρια λιοντάρια που αντιμετώπιζαν την θαρραλέα αντίσταση του. Με τον αγώνα του έδειχνε πως ήθελε να ζήσει, πως δεν δεχόταν τον «νόμο του ισχυρού» και πως η εγκατάλειψη και παράδοση στον εχθρό, ισοδυναμεί με θάνατο. Με την προσπάθεια του ενθάρρυνε όλο το κοπάδι να κινηθεί, να επιτεθεί στα λιοντάρια για να προσπαθήσει να το σώσει.
Πραγματικά, τα δυνατότερα βουβάλια άρχισαν να τρέχουν προς την μεριά του εγκλωβισμένου μικρού και να επιτίθενται στα λιοντάρια με τα κοφτερά τους κέρατα, τραυματίζοντας όσα λιοντάρια πετύχαιναν, τινάζοντας τα στον αέρα, απομακρύνοντας τα από το μικρό που και εκείνο συνέβαλε στην όλη προσπάθεια με την δική του αντίσταση.
Κάποια στιγμή, ο αγώνας ισορρόπησε και επάνω στο μικρό, είχε μείνει μόνο ένα λιοντάρι, που το είχε δαγκώσει γερά στον λαιμό ελπίζοντας πως το δάγκωμα αυτό θα του εξασφάλιζε την τελική νίκη.  Με την ισορροπία όμως αυτή, αντιστράφηκε και η ψυχολογία ανάμεσα στα αντίπαλα ζώα. Τα βουβάλια ενθαρρύνθηκα και συνέχισαν την προσπάθεια τους να αποσπάσουν το μικρό ενώ τα λιοντάρια αποθαρρύνθηκαν βλέποντας την αντίσταση του μικρού και το κοπάδι των μεγάλων, που τους είχε επιτεθεί με δύναμη και αποφασιστικότητα.
Κάποια στιγμή, τα λιοντάρια εγκατέλειψαν τον αγώνα και απομακρύνθηκαν, παραδεχόμενα την ήττα τους. Το τελευταίο λιοντάρι που είχε δαγκώσει βαθιά στον λαιμό το μικρό βουβάλι, βλέποντας πως είχε μείνει μόνο του, νιώθοντας στο κορμί του τα μυτερά κέρατα των μεγάλων και διαπιστώνοντας πως δεν είχε καμία υποστήριξη από τα άλλα λιοντάρια αφού και εκείνα άρχισαν να φεύγουν, εγκατέλειψε την προσπάθεια και στράφηκε σε φυγή.
Το μικρό βουβάλι ελεύθερο πλέον, έτρεξε αμέσως στο κέντρο του κοπαδιού για να προστατευθεί, δεχόμενο τα χάδια των μεγάλων, που με θαυμασμό είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα του, δείχνοντας τον σεβασμό τους για το θάρρος που είχε και για το ότι έδωσε ένα σημαντικό παράδειγμα ακόμη και στους μεγάλους.
Το μικρό βουβάλι είχε νικήσει! Με την μικρή και ασθενική του σωματική αντίσταση, αλλά με την τεράστια και ισχυρή ψυχική του δύναμη, κατάφερε να κρατηθεί στην ζωή, να εμπνεύσει και να παρακινήσει ολόκληρο το κοπάδι των γονέων του ώστε να γυρίσει πίσω και να επιτεθεί στα λιοντάρια, με αποτέλεσμα να το απελευθερώσει. Απέδειξε σε όλα τα ζώα, πως το ίδιο δεν μπορούσε να νικήσει μόνο του με τόσα λιοντάρια που του είχαν επιτεθεί, όμως με τον αγώνα του ενέπνευσε την υποστήριξη των μεγαλύτερων και ισχυρών βούβαλων, που συνέβαλαν στην απελευθέρωση του και απέδειξαν πως η ομάδα είναι πιο δυνατή από τα άτομα.
(δείτε εδώ το video : https://www.youtube.com/watch?v=LU8DDYz68kM )



Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Το ελεφαντάκι

Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένα ελεφαντάκι που μεγάλωνε μέσα σε ένα τσίρκο, μαζί με τους γονείς του, εκτελώντας διάφορα νούμερα στις παραστάσεις που έδιναν.
Ήταν ένα έξυπνο ελεφαντάκι, παιχνιδιάρικο και χαρούμενο, με ιδιαίτερη αντίληψη και παρατηρητικότητα, που παρατηρούσε τα πάντα γύρω του και είχε απορίες και προβληματισμούς. Πολλές φορές ρωτούσε τους γονείς του, για διάφορα θέματα και άκουγε με προσοχή την γνώμη τους, όμως είχε πάντα την τάση να καταλήγει στα δικά του πάντα συμπεράσματα.
Μια μέρα πήγε στον πατέρα του και τον ρώτησε : «Γιατί μας έχουν εδώ, μπαμπά, μαζί με τα άλλα ζώα και γιατί σε ταλαιπωρούν εσένα και την μαμά τόσο πολύ ματώνοντας σας πολλές φορές, για να μάθετε να κάνετε ισορροπία επάνω σε μια μπάλα ή να στέκεστε στο ένα πόδι επάνω σε ένα μικρό σκαμνί; Γιατί δεν φεύγουμε από εδώ;»  
Ο πατέρας του έξυσε το κεφάλι του με την προβοσκίδα του και του απάντησε:
«Παιδί μου, ειλικρινά δεν ξέρω γιατί είμαστε εδώ, γιατί και εγώ εδώ γεννήθηκα και δεν έχω γνωρίσει άλλα μέρη. Ξέρω μόνο, από τον δικό μου πατέρα, πως εμείς κανονικά ζούσαμε ελεύθερα στην ζούγκλα και όχι στο τσίρκο. Όμως, εδώ έχουμε εξασφαλισμένη τροφή, ασφάλεια από επιθέσεις των λιονταριών, ασφάλεια από τα στοιχεία της φύσης. Εδώ γεννήσαμε και εσένα και θέλουμε και εσύ να ζήσεις καλά, χωρίς να σου λείψει τίποτα. Για να τα έχουμε όλα αυτά, χρειάζεται όμως να δουλεύουμε  για να έχουμε όσα μας χρειάζονται για να ζούμε καλά. Έτσι θα κάνεις και εσύ όταν μεγαλώσεις και θα κάνεις τα δικά σου ελεφαντάκια. Όσο για το γιατί δεν φεύγουμε, σου λέω πως και να το θέλαμε, δεν μπορούμε, γιατί μας έχουν δεμένους από το πόδι, δεν το βλέπεις; Μας έχουν δέσει από το πόδι με αλυσίδα, από τότε που γεννηθήκαμε και δεν μπορούμε να φύγουμε.»
Το ελεφαντάκι τα άκουσε αυτά, κοίταξε και την αλυσίδα που είχε στο δικό του πόδι, έκανε μια κίνηση να την τεντώσει και να ξεφύγει, αλλά δεν μπορούσε, γιατί ήταν μικρό και δεν είχε δύναμη να την σπάσει. Όμως, δεν ικανοποιήθηκε από τις απαντήσεις του πατέρα του και γιαυτό πήγε στην μητέρα του και της έκανε τις ίδιες ερωτήσεις. Η μαμά – ελεφαντίνα, το χάιδεψε με την προβοσκίδα της και του απάντησε:
«Μωρό μου, έχει δίκιο ο μπαμπάς σου. Εμείς θέλουμε μόνο το καλό σου και να σε προστατεύσουμε από τις περιπέτειες. Όπως τα βρήκες, έτσι να τα ζήσεις. Δεν έχει νόημα να αντιδράσεις και να προσπαθήσεις να ξεφύγεις. Αυτοί που μας έχουν εδώ, είναι πιο δυνατοί και να σου πω και κάτι; Μας φέρονται καλά, μας φροντίζουν, μας τρέφουν, μας πλένουν, μας επιτρέπουν να κάνουμε ελεφαντάκια και να τα μεγαλώνουμε. Καλά περνάμε. Δεν έχουμε παράπονο. Έτσι και εσύ όταν μεγαλώσεις, θα γίνεις σαν εμάς και θα είσαι ευχαριστημένο. Άλλωστε, δεν μπορούμε να φύγουμε, γιατί είμαστε δεμένοι με την αλυσίδα στο πόδι, από τότε που γεννηθήκαμε ..» και του έδειξε την αλυσίδα στο πόδι της.
Το ελεφαντάκι έφυγε σκεπτικό και καθόλου ικανοποιημένο από τις απαντήσεις των γονιών του. Κάθισε κάτω και άρχισε να σκέπτεται τι θα μπορούσε να κάνει το ίδιο για την ζωή του. Δεν ήθελε να γίνει σαν τους γονείς του. Δεν ήθελα να μείνει σκλαβωμένο, να το πονάνε για να μάθει να κάνει παραστάσεις και να ζήσει όλη του την ζωή μέσα σε ένα κλουβί.  Του έκανε δε,ιδιαίτερη εντύπωση που και οι δύο γονείς του, αναφέρθηκαν με έμφαση στην αλυσίδα.  Με τις σκέψεις αυτές, την παρατηρούσε καθώς έπαιζε μαζί της, προσπαθώντας να καταλάβει πώς λειτουργούσε.
Όμως, μέσα του, στην καρδιά του και στο μυαλό του, γεννήθηκε μια απορία. Εντάξει, αυτό το ίδιο είναι μικρό και αδύναμο, δεν μπορεί να σπάσει την αλυσίδα. Όμως, ο μπαμπάς και η μαμά του, που είναι μεγάλοι, ψηλοί και τόσο δυνατοί, γιατί δεν την σπάνε; Έτσι και τεντώσουν το πόδι τους, ακόμη και αν δεν σπάσει η αλυσίδα, μπορούν να την πάρουν μαζί τους και θα φύγουν.
Κάνοντας συνέχεια αυτές τις σκέψεις, έφτασε και στο πιο κρίσιμο συμπέρασμα : οι γονείς του, επειδή είναι δεμένοι από το πόδι από τότε που γεννήθηκαν, νομίζουν πως δεν μπορούν να ξεφύγουν, ενώ τώρα που μεγάλωσαν, έχουν την δύναμη να ελευθερωθούν. Όμως, φαίνεται, πως τους έχει μείνει η ιδέα από τότε και γιαυτό δεν προσπαθούν καθόλου. 
«Άρα, σκέφτηκε, αν εγώ δεν μεγαλώσω με αυτή την ιδέα και αν δεν συνηθίσω την αλυσίδα στο πόδι μου, τότε θα μπορέσω κάποτε να την σπάσω, όταν δυναμώσω και έτσι να απελευθερωθώ. Όμως, γιατί δεν έκαναν το ίδιο οι γονείς μου μέχρι τώρα ; Φαίνεται, πως η αλυσίδα στο πόδι, δεν σε αφήνει να σκεφτείς διαφορετικά γιατί την συνηθίζεις και μεγαλώνεις με την ιδέα πως δεν μπορείς να ξεφύγεις ποτέ».
Και τότε ήταν που του καρφώθηκε μια τολμηρή σκέψη στο μυαλό του.
Μπορεί ο πατέρας του να στεναχωριόταν, ίσως η μητέρα τους να ανησυχούσε για την υγεία και ασφάλεια του, όμως ένιωθε πως έπρεπε να το κάνει, γιατί επρόκειτο για την δική του ζωή, για το δικό του μέλλον. Ήταν δε σίγουρο, πως στο τέλος οι γονείς του θα ήταν υπερήφανοι γιαυτό, για αυτό που έκανε.
Την επόμενη ημέρα, όπως συνήθιζαν, οι γονείς του πήγαν στο μέρος που κοιμόταν για να το ξυπνήσουν να πάρει το πρωινό του. Όμως, στην θέση του παιδιού τους, βρήκαν μόνο τον κρίκος με την αλυσίδα. Το ελεφαντάκι είχε βρει τον τρόπο να περάσει το πόδι του από τον κρίκο και είχε φύγει.
Ελευθερώθηκε και δίδαξε σε όλα τα ζώα, πως ο λόγος που μένουν σκλαβωμένα, είναι η ψεύτικη ιδέα της αδυναμίας  που έχει δημιουργηθεί μέσα τους, επειδή τα δένουν αμέσως μόλις γεννηθούν.  Η ιδέα αυτή τα κάνει να μην διανοούνται πως μπορούν να χρησιμοποιήσουν την δύναμη τους όταν μεγαλώσουν.
Σήμερα, σε όλη την γη, έχει απαγορευτεί στα τσίρκο να χρησιμοποιούν ζώα κάθε είδους (όχι μόνο τους ελέφαντες) και έτσι όλα τους ζουν ελεύθερα και ευτυχισμένα  μέσα στην ζούγκλα, το φυσικό τους σπίτι. Πολλά μάλιστα ζούνε σε εθνικά πάρκα, που έχει κάνει ο άνθρωπος για να τα προστατέψει. 

Το μικρό ελεφαντάκι ζει ελεύθερο και ευτυχισμένο σε κάποιο τέτοιο πάρκο και πολύ συχνά διηγείται την ιστορία του στα άλλα ζώα, ενώ οι γονείς του το καμαρώνουν με υπερηφάνεια που είναι δικό τους παιδί. 
Ο σκαντζόχοιρος

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας σκαντζόχοιρος που ζούσε μαζί με τα άλλα ζώα, αλλά είχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Όλα τα ζώα ήταν εναντίον του γιατί δεν μπορούσαν να τον φάνε, σύμφωνα με τον νόμο της ζούγκλας, όπου το ένα ζώο, αποτελούσε «τροφή» για το άλλο.
Γιαυτό και μαζεύτηκαν όλα σε μια γενική συνέλευση για να το συζητήσουν μαζί του και έτσι να βρουν μια λύση, αφού δεν ανέχονταν τα άλλα ζώα να υπάρχει κάποιο που να διαφέρει και να μην μπορούν να το φάνε. Αφού μαζεύτηκαν όλα σε έναν γύρω, στην μέση έβαλαν τον σκαντζόχοιρο. Σηκώνεται τότε το λιοντάρι και άρχισε να του μιλάει.  
«Άκου, αγαπητέ σκαντζόχοιρε, σου μιλάω εκ μέρους όλων των ζώων της ζούγκλας, με τα οποία έχω μιλήσει ξεχωριστά και με όλα μαζί. Συμφωνήσαμε ομόφωνα στο θέμα και εγώ έχω αναλάβει να το διευθετήσω μαζί σου, ως βασιλιάς της ζούγκλας, γιατί δεν πάει άλλο.
 Το πρόβλημα που έχουμε μαζί σου λοιπόν, είναι πως επειδή έχεις αγκάθια και τα τεντώνεις όποτε κινδυνεύεις, δεν μπορεί κανένα ζώο να σε φάει, όταν θελήσει να ικανοποιήσει την πείνα του. Ούτε τα σαρκοβόρα,  ούτε τα πουλιά, ούτε τα ψάρια, ούτε καν τα έντομα δεν μπορούν να πλησιάσουν και να αποφύγουν τα αγκάθια σου.
Δεν είναι δυνατόν, ακόμη και εγώ που είμαι ο βασιλιάς της ζούγκλας, να μην μπορώ να σε φάω όποτε πεινάω, επειδή τεντώνεις τα αγκάθια σου και με αγκυλώνουν και πονάω. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα ζώα. Ούτε καν τα παιδιά σου δεν μπορούμε να φάμε, γιατί και αυτά κάνουν το ίδιο και δεν μπορούμε να τα πλησιάσουμε.
Κάτι πρέπει να κάνεις. Αν θες να μπορείς να κυκλοφορείς μέσα στην ζούγκλα, κάθε φορά που θα σε πλησιάζω εγώ ή άλλο ζώο, θα ρίχνεις τα αγκάθια και θα μένεις μόνο με το κρέας για να σε κατασπαράξουμε. Αλλιώς, θα σε διώξουμε από την ζούγκλα, να πας να ζήσει αλλού, δεν μας ενδιαφέρει που θα πας. Όμως, να έχεις υπόψη σου πως θα χάσεις και όλα τα καλά που βρίσκεις μέσα στην ζούγκλα, όπου ζεις καλά εσύ και η οικογένεια σου. Θα πρέπει να διαλέξεις και να αναλάβεις την ευθύνη της επιλογής σου, γιατί θα υποστείς φοβερές συνέπειες!»
Τότε, ο σκαντζόχοιρος ζήτησε να μιλήσει. Το λιοντάρι στράφηκε προς τα άλλα ζώα και όλα κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους, οπότε του λέει : «Μίλα, τι θες να πεις;»
Ο σκαντζόχοιρος σηκώνεται, χαμηλώνει τα αγκάθια του και λέει στα άλλα ζώα.
«Αγαπητοί μου συγκάτοικοι στην ζούγκλα, μετά από εκατομμύρια χρόνια, έχουμε αναπτυχθεί σε πολύ καλό σημείο. Μπορούμε να μιλάμε μεταξύ μας, να επικοινωνούμε με διάφορους τρόπους και να συνεργαζόμαστε όποτε χρειάζεται, για να μοιραζόμαστε όλοι τα καλά της φύσης. Όμως, μερικά ζώα από εσάς, εξακολουθείτε να θέλετε να τρώτε τα άλλα και όχι μόνον αυτό. Δεν σας αρκεί να τρώτε μερικά, αλλά τώρα έχετε αρχίσει να τα σκοτώνετε, για διασκέδαση και για να ικανοποιήσετε τα φονικά ένστικτα που υπάρχουν ακόμη μέσα σας.
Εγώ, δεν θέλω να με φάει κανείς αλλά ούτε και θέλω να κατασπαράξω κανένα από εσάς. Αυτό που θέλω, είναι να αντιμετωπίζομαι ισότιμα και τίμια και να μην μου ζητάτε να υποταχθώ και να γίνομαι θήραμα στις ορέξεις σας. Γιαυτό και τεντώνω τα αγκάθια μου. Είναι η άμυνα που μου έχει χαρίσει η φύση για να αντιμετωπίζω τους κινδύνους. Δεν μπορείτε να μου στερήσετε το δικαίωμα να μην θέλω να με τρώτε, εμένα και τα παιδιά μου, όταν μάλιστα εγώ δεν σας ζήτησα κάτι παρόμοιο. Γιαυτό και δεν δέχομαι να παραδοθώ στα άγρια ένστικτά σας.»
Το λιοντάρι, γύρισε και κοίταξε τα ζώα, πολλά από αυτά έδειξαν με την συμπεριφορά τους πως συμφωνούσαν με τον σκαντζόχοιρο, αλλά κανένα δεν τόλμησε να μιλήσει. Ήταν όλα φοβισμένα, κάτω από την εξουσία του λιονταριού. Τότε, γύρισε προς τον σκαντζόχοιρο και του είπε:
«Αφού λοιπόν δεν συμμορφώνεσαι ,  έχε υπόψη σου πως μπορείς να παραμείνεις στην ζούγκλα γιατί δεν έχουμε δικαίωμα να σε διώξουμε, όμως θα σε εμποδίζουμε όλοι να βρίσκεις τροφή και στέγη, προστασία για τα μικρά σου και δεν θα βρίσκεις τίποτα από εκείνα που χρειάζεσαι για να ζήσεις ευτυχισμένα. Έτσι, θα αναγκαστείς να φύγεις από μόνο σου, να βγεις σε χωράφια που δεν θα μπορεί να σε προστατεύσει κανείς. Εσύ και τα μικρά σου θα πεινάσετε για αρκετό χρόνο, θα δυσκολευτείτε πολύ να επιβιώσετε και στο τέλος θα καταντήσετε σαν τις ύαινες που δεν μπορούν να ζήσουν μαζί μας και το μόνο που κάνουν είναι να ζούνε απομονωμένες, τρεφόμενες από πτώματα και σαπισμένα δικά μας αποφάγια.»
Ο σκαντζόχοιρος, τότε απομακρύνθηκε πηγαίνοντας στα παιδιά του, για να τους πει τι έγινε και να αποφασίσουν τι θα κάνουν στο μέλλον. Καθώς περπατούσε λυπημένο αλλά αποφασισμένο, αργά – αργά, άκουσε βαριά βήματα πίσω του. Γυρίζει και βλέπει το λιοντάρι να τον πλησιάζει. Αμέσως, τέντωσε τα αγκάθια του, για να αμυνθεί. Το λιοντάρι όμως πλησιάζει αργά και του λέει :
«Μην φοβάσαι, δεν ήρθα για να σε κατασπαράξω. Αυτό που θέλω να σου πω είναι πως εγώ σε συμπαθώ ιδιαίτερα, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σε διώξω από την ζούγκλα. Ξέρω θα απορείς, τι συμφέρον μπορώ να έχω εγώ, αφού έχω την δυνατότητα να τραφώ με κάθε ένα από τα υπόλοιπα. Θέλω να σου πω όμως, πως αν σε αφήσω εσένα να ζεις στην ζούγκλα έτσι όπως θέλεις, και άλλα ζώα θα ενθαρρυνθούν από το δικό σου παράδειγμα και θα διεκδικήσουν την ίδια αντιμετώπιση. Στο τέλος, εμείς τα σαρκοβόρα ζώα, δεν θα έχουμε τι να φάμε και θα πεθάνουμε από την πείνα. Κατάλαβες τώρα γιατί σε διώχνω;»
Πέρασαν πολλά χρόνια και το λιοντάρι είχε χάσει τελείως τον σκαντζόχοιρο από την ζούγκλα. Είχε να τον δει πολύ καιρό και αναρωτήθηκε, που έχει πάει για να ζήσει και πώς ζει. Ψάχνοντας τους αγρούς, βρέθηκε μπροστά σε μια εικόνα που τον άφησε έκπληκτο.
Ο σκαντζόχοιρος είχε εγκατασταθεί σε ένα αμπέλι όπου με την οικογένεια του, όπου ζούσε ζωή ευτυχισμένη και χαρούμενη. Το λιοντάρι τους έβλεπε να παίζουν και να κυλιούνται στο χώμα, με τεντωμένα τα αγκάθια τους, επάνω στα οποία καρφώνονταν ρόγες σταφυλιών, τις οποίες έτρωγαν ο ένας από τα αγκάθια του άλλου. Έτσι, ζούσαν μεν μακριά από τα άλλα ζώα, είχαν όμως βρει τον τρόπο να οργανώσουν την ζωή τους και να τρέφονται από την ίδια την φύση, χωρίς τον φόβο μήπως γίνουν τροφή για άλλα ζώα.

Παναγιώτης Ρεγκούκος
Η χελώνα

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια μικρή λίμνη με ήρεμα πρασινωπά νερά, μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, με καταπράσινους λόγους γύρω – γύρω, με ψηλά όμορφα δένδρα γεμάτα πουλάκια που κελαηδούσαν μελωδικά και μικρά ζωάκια που έπαιζαν χαρωπά απολαμβάνοντας την φύση.
Μια μέρα, ένας αϊτός πετούσε ψηλά πάνω από την λίμνη και επειδή δεν κρατούσε καλά το θήραμα του (μια μικρή χελώνα) με τα γαμψά του νύχια, του φεύγει και μετά από μια θεαματική τροχιά, η μικρή χελώνα πέφτει μέσα στην λίμνη, ευτυχισμένη γιατί απελευθερώθηκε.  Αμέσως, με την πτώση της δημιουργούνται κύματα σε όλη την λίμνη, με κέντρο το σημείο της πτώσης, που ανοίγουν συνεχώς, χτυπάνε στην όχθη της λίμνης και επιστρέφουν προς το κέντρο, ακολουθώντας και πάλι την αντίστροφη πορεία.
Αμέσως, η ηρεμία, η ησυχία και η ειρήνη που επικρατούσε στο όμορφο αυτό φυσικό περιβάλλον, διαταράχθηκαν και μαζί ταράχτηκαν
όλα τα όντα που ζούσαν μέσα στην λίμνη πάνω και κάτω από το νερό. Τα ψάρια άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά και να πηδάνε έξω από το νερό, βγήκαν στην επιφάνεια τερατόμορφα αμφίβια όντα που ποτέ κανείς δεν τα είχε δει όπως: φίδια, βατράχια αλλά και καρχαρίες, κροκόδειλοι, δηλητηριώδη υδρόβια φυτά, ενώ αναμοχλεύτηκαν βρώμικα νερά που είχαν κατακαθίσει, λάσπες, βούρκος και  βρωμιά.
Έξω, τα ήρεμα ζωάκια έπαθαν πανικό και άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά, τα πουλιά βουβάθηκαν και τα όμορφα ψηλά δένδρα έγειραν τα κλαδιά τους και έριξαν τα φύλλα τους. Αντί για την μουσική των κελαηδημάτων, μια απειλητική βουή ακουγόταν δυνατά που προκάλεσε ανατριχίλα σε όλα τα όντα.
Πού βρέθηκαν τόσα άσχημα δηλητηριώδη ζώα και φυτά, που βρέθηκε τόσος βούρκος και βρωμιά, πού βρέθηκαν τόσος τρόμος μέσα και έξω από την λίμνη; Πού ήταν κρυμμένη τέτοια κόλαση, ενώ απέξω έδειχνε πραγματικός παράδεισος;
Να λοιπόν που μια μικρή χελωνίτσα που έπεσε μέσα στην λίμνη, τάραξε τα νερά, τρόμαξε τα αηδιαστικά όντα που κρύβονταν κάτω από τα νερά της και τα έκαναν να βγουν στην επιφάνεια, έγινε η αιτία να φανεί  πόσο επιφανειακή και ψεύτικη ήταν αυτή η ηρεμία, η ησυχία και πόσο φαινομενικό ήταν το ειδυλλιακό περιβάλλον. Αυτή η μικρή χελωνίτσα, φανέρωσε πόσα τέρατα κρύβονταν  στην λίμνη κάτω από το νερό και πόσος φόβος και τρόμος επικρατούσε στην πραγματικότητα γύρω από αυτή.

Τώρα, κρυμμένη στον βούρκο κάτω από την επιφάνεια της λίμνης, φοβισμένη από την αναταραχή και αποφασισμένη να προστατέψει τον εαυτό της, κλείστηκε στο καβούκι της και εξασφάλισε την προστασία της, για πολλά πολλά χρόνια. Έτσι «έζησε» για  εκατοντάδες χρόνια μέσα στο καβούκι της, χωρίς να ενδιαφέρεται και να συμμετέχει σε ό,τι συνέβαινε έξω από αυτό. Εκεί, μέσα στο καβούκι της κάποτε πέθανε και σάπισε στα ήρεμα νερά και στον βούρκο του βυθού της λίμνης.